-
1 λαμπω
1) светить(λαμψάτω τὸ φῶς NT.)
2) блистать, сверкать(χαλκῷ, ὡς στεροπή Hom.)
ὀφθαλμὼ οἱ πυρὴ λάμπετον Hom. — глаза у него сверкают огнем3) ясно звучать, громко раздаваться(παιὰν λάμπει Soph.)
4) перен. сиять, блистать(λάμποντι μετώπῳ Arph.; δίκα λάμπει ἐν δυσκάπνοις δώμασιν Aesch.)
5) выделяться(ἐν ἄλλοις Theocr.)
6) возжигать(φέγγος Anth.)
7) ( о сиянии) испускать(πυρὸς σέλας Eur.)
См. также в других словарях:
στονόεις — και στενόεις εσσα, εν, Α 1. αυτός που προκαλεί κλάμα με αναστεναγμούς (α. «στονόεντος ἐν τομᾷ σιδάρου» Σοφ. β. «στονόεσσα πλαγά», Αισχύλ. γ. «βέλεα στονόεντα», Ομ. Ιλ.) 2. γεμάτος στεναγμούς, θλιβερός, θρηνώδης (α. «Παιὰν δὲ λάμπει στονόεσσα τε… … Dictionary of Greek